- αποσάττω
- ἀποσάττω (Α)1. αφαιρώ το σαμάρι, ξεσαμαρώνω2. παραφορτώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απόσαξη — η η αφαίρεση του σάγματος, του σαμαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποσάττω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek